προσδοῦναι

προσδοῦναι
προσδίδωμι
give
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσδίδω — προσδίδωμι ΝΜΑ, προσδίνω Ν παρέχω κάτι επιπροσθέτως (α. «τού προσέδωσε δύναμη» β. «οὐδένα ἂν πώποτε ἀφείλετο, ἀλλ ἀεὶ πλείω προσεδίδου», Ξεν.) νεοελλ. δίνω σε κάτι ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό, δίνω σε κάτι χαρακτήρα, ιδίως καλό («εφ ών το φέγγος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”